Ο Ψυχάρης γεννήθηκε στην Οντέσσα στις 15 του Μάη στα 1854. Ο πατέρας του Νικολάκης Ψυχάρης ήτανε γιος του Μισέ Γιάννη του Χιώτη.[…]
Η μητέρα του, από την οικογένεια Μπιάζη-Μάβρο, αποκαταστημένη στην Οντέσσα. Ο μπαμπάς του και οι θειοι του εμποροτραπεζίτες στην Πόλη και στην Οντέσσα.[…] Η γενιά του λοιπόν ήταν αρχοντική, εμποροφαναριώτικη, μ’ επιγαμίες και συγγένειες στη Ρουσία, στη Μαρσίλια, στα Παρίσια, καθαρή μεγαλοαστική φαμίλια φραγκομαθημένη. Ο Γιάννης Ψυχάρης, ο «Βάνιας», όπως τον έλεγαν πάντα οι δικοί του, ήτανε μοναχοπαίδι, γιατί η μάνα του πέθανε και τον άφησε δεκαοχτώ μηνώ και ο πατέρας του δεν ξαναπαντρέφτηκε. Ανατράφηκε στην Πόλη σε «αριστοκρατικό» κύκλο, μιλώντας και με τον πατέρα του συχνά γαλλικά. Αργότερα, παιδί ακόμη, έμενε και σπούδαζε στη Μαρσίλια και στο Παρίσι σε συγγενικά του σπίτια. Από μικρός έχοντας κλίση στα γράμματα, βρίσκοντας μέσα του ταλέντο συγραφέα, αποφάσισε να σπουδάσει φιλολογία και έκαμε στο Παρίσι σπουδές λαμπρές, που τις θυμάται ως τα γεράματά του. Πήγε και στη Γερμανία, γύρισε πάλι στο Παρίσι, ειδικεύτηκε στη γλωσσολογία και στα μεσαιωνικά και νέα Ελληνικά, και στα 1884 γένηκε υφηγητής και αργότερα καθηγητής της νεοελληνικής φιλολογίας και γλώσσας στην Ecole des Hautes Etudes.
Στα 1904 έγινε καθηγητής της νεοελληνικής γλώσσας και φιλολογίας στην Ecole des langues orientales vivantes. Στην Ελλάδα κατέβηκε τέσσερις ή πέντε φορές, το περισσότερο για μελέτη. Στα 1912 χώρισε από την πρώτη του γυναίκα, την Νοεμή Ρενάν, και παντρέφτηκε την Ειρήνη Baume και τότες έγραψε το βιβλίο τον «Le crime du poete». Τα τελευταία χρόνια της ζωής του βασανίστηκε από κακή αρρώστια, που τον κράτησε ακρωτηριασμένο στο κρεβάτι. Και όμως δεν έχασε τίποτε από το θάρρος του, το χιούμορ του, τους θυμούς του. […]Πέθανε στις 30 του Σεπτέμβρη στα 1929.
*~~~~~*
Η φιλολογική μόρφωση του Ψυχάρη ήτανε βαθειά και πλατιά. Τα αρχαία Ελληνικά του και τα Λατινικά του πολύ γερά, η γνώση της γαλλικής γλώσσας και φιλολογίας τέτοια, που, όπως λέει ο ίδιος, ο Ρενάν του έδειχνε τα δοκίμιά του και ζητούσε τη γνώμη του.
[…] Στην πιο απλή επαφή μαζί του ένιωθες ένα ολοζώντανο μυαλό. Ο λόγος του, το μάτι του, το γέλιο του, το χέρι του έλαμπαν σαν ένα αστραφτερό ατσάλι. Προικισμένος με τέτοια εφόδια, με κορμοστασιά τέλειου άντρα, ψηλός, γεμάτος, λαμπαδιστός, πρόσωπο αντρίκιο, αδρό και φίνο συνάμα, μπήκε και μέσα στους κοινωνικούς κύκλους του επιστημονικού Παρισιού σαν ένας καταχτητής. […]
*~~~~~*
Η πρωταρχική φιλοδοξία του Ψυχάρη ήτανε να γίνει μεγάλος ποιητής. […]Και τη φιλοδοξία τούτη την κράτησε ακοίμητη ως το τέλος της ζωής του. Ότι ήτανε προικισμένος με λογοτεχνικό ταλέντο είναι χωρίς άλλο σωστό. Άλλο το ζήτημα αν ήταν και μεγάλος δημιουργός. […]
Η προσπάθεια του ήτανε ίσως υπερβολικά συνειδητή και υπερβολικά οπλισμένη με φιλολογικά μέσα. Η πρόθεση, η προμελέτη, το σχεδιασμένο φαίνονται στα λογοτεχνικά έργα του περισσότερο απ’ ό,τι στέκει σ’ ένα πηγαίο καλλιτέχνημα. Ξεχύνεται όμως η συγκίνησή του ειλικρινά.[…] Ο Ψυχάρης ήτανε ένας «ομολογητής». Είχε ειλικρίνεια και λεφτεριά, ξεχωριστά γνωρίσματα του δημιουργικού καλλιτέχνη. Μα η καλλιτεχνική διάθεσή του φαίνεται ακόμη και από ένα άλλο σημαντικό γνώρισμα. Ενώ η ζωή του κυριαρχήθηκε τόσο πολύ από τη γλωσσικήν ιδέα, όμως σχεδόν ποτέ δεν υπόταξε την τέχνη του στην ιδέα τούτη.[…]
*~~~~~*
Το λογοτεχνικό έργο του Ψυχάρη είναι μεγάλο. Περιλαβαίνει τ’ ακόλουθα έργα. «Τ’ όνειρο του Γιαννίρη» (1897), «Για το Ρωμέϊκο θέατρο. Κυρούλης, Γουανάκος» (1901), «Ζωή κι αγάπη στη μοναξιά. Ιστορικά ενός καινούργιου Ρομπινσώνα» (1904), «Η άρρωστη δούλα» (1907), «Τα δυο αδέρφια» (1910), «Στον ίσκιο του πλατάνου» (1911), «Αγνή» (1913), «Τα δυο τριαντάφυλλα του Χάρου» (1914). […]
*~~~~~*
Τα έργα του αυτά, μα όχι μόνο αυτά μα και πολλά από τα κριτικά και επιστημονικά του έργα, είναι γεμάτα από αυτοανάλυση, εξομολόγηση και περιγραφές πραγματικών προσώπων και περιστατικών. Ο Ψυχάρης μας ανιστοράει παντού πώς είδε τη ζωή, τι είδε από τη ζωή και το γύρω του κόσμο. Και, ας το πούμε ευτύς από την αρχή. Το περιεχόμενο της καλλιτεχνικής του συγκίνησης είναι ορισμένο και καθορισμένο από την κοινωνική του υπόσταση και την ψυχική του τοποθέτηση. Ο Ψυχάρης είδε το γύρω του κόσμο σαν ένας αστός, που έζησε στο δεύτερο μισό του Ι8ου αιώνα. Όπως σε όλα του, έτσι και στη λογοτεχνική του δημιουργία ο Ψυχάρης δεν ξέφυγε ούτε ένα βήμα από το κοινωνικό του είναι. Δεν αγωνίστηκε για να ιδεί πολύπλευρα τη ζωή, δεν θαλασσοδάρθηκε μέσα στη μεγάλη φουρτούνα της κοινωνικής πάλης. Τα είδε όλα από την αρχή ως το τέλος από την ίδια πλευρά, την πλευρά του νικητή, κυρίαρχου αστού. Τα μεγάλα προβλήματα του ξεφεύγουν, και αν κάποτε αναγκαστεί να τ’ αντικρίσει είναι απλοϊκός σαν αμόρφωτος χωριάτης. Το λογοτεχνικό του έργο αλάκαιρο είναι πρώτα απ’ όλα μια αυτοανάλυση επίμονη, που φτάνει στα σύνορα του ναρκισσισμού. Ο ίδιος είναι μέσα σ’ όλα του τα έργα και από τον άλλον κόσμο οι άνθρωποι μόνο που γνώρισε, που τόνε συγκινήσανε ή τον ερεθίσανε ή τόνε θυμώσανε ή τόνε λυπήσανε. Πάντα και μόνο όσοι ήρθανε σε επαφή με το άτομό του.
Είναι ένας ατομικιστής, που βλέπει τον κόσμο τόσο μόνο, όσο τον ενδιαφέρνει το ατομικό του άνθισμα, η προσωπική του χαρά, η προσωπική του θλίψη, η προσωπική του επιβολή. Και οι άλλοι που βλέπει γύρω του είναι το ίδιο άτομα. Είναι καλοί ή κακοί, όσο φτάνει η προσωπική τους συγκίνηση, το συμφέρο τους, ο χαραχτήρας τους, οι συνήθειές τους. Και από τα προσωπικά πάλι ψυχόρμητα, εκείνα που περισσότερο απ’ όλα τόνε συγκινούν είναι δυο, ο έρωτας και η φιλοδοξία. Ο «έρωτας» είναι το θέμα που ανάλυσε σε όλα του σχεδόν τα έργα. […]Όμως και την προβληματική του έρωτα, αν και η ζωή του έδωκε μεγάλες και τραγικότατες αφορμές, δεν την είδε σε όλο της το τραγικό βάθος. Μ’ όλη τη λυρική συγκίνηση που του προκαλεί, δεν τη βλέπει την αγάπη στο βάθος παρά σαν ένα ατομικό πάθος, μιαν εγωιστική ικανοποίηση. Είναι ο μεγαλοαστός, που περπατάει στη ζωή σαν μέσα σ’ ένα περιβόλι δικό του, που έχει το δικαίωμα να μυρίσει και να κόψει, να ξεφυλλίσει και να πετάξει το κάθε λουλούδι, και που μπορεί να πονέσει κάποτες από κανένα αγκάθι, που μπορεί να κλάψει για κανένα μαραμένο κρίνο, που μπορεί να κρατήσει με συγκίνηση κάποια θύμηση, μα τραβάει ολοένα παρακάτω περιδιαβάζοντας μέσα στο χτήμα του. Γιατί χτήμα του είναι η ζωή.
*~~~~~*
Δίνοντας στην αγάπη τέτοια πρωταρχική θέση, ο Ψυχάρης πιστεύει πως γνωρίζει τέλεια τη γυναικεία ψυχή. Οι γυναίκες αληθινά πήραν τεράστιο μέρος στη ζωή του. Μας ξομολογιέται κάπου, πως σαράντα έξι φορές αγάπησε, εξόν από τα διαβατάρικα πουλιά, που απάντησε στο δρόμο του. Και πως εφτά από τις αγάπες του αυτές ήτανε «θανάσιμες». Είναι λοιπόν το έργο του γεμάτο από την προσπάθεια ν’ αναλύσει τη γυναίκεια ψυχή. Και πολλές φορές η φινέτσα του στην ανάλυση της γυναίκας είναι μεγάλη. Ωστόσο καμιά από τις γυναίκες, που ζωγραφίζει, δεν κατόρθωσε να την υψώσει σε σύμβολο, σε μορφή ξεκάθαρη, πλαστική, ζωντανή. […] Και τούτο γίνεται, γιατί ο Ψυχάρης μ’ όλη του την προσπάθεια να μπει στην ψυχή του άλλου, δεν έχει διεισδυτική φαντασία. Είναι εξωτερικός ζωγράφος, πολλές φορές λεπτολόγος αναλυτής, πολλές φορές και πολυλόγος αναλυτής. Μα, ως εκεί.
*~~~~~*
Δίπλα στην αγάπη, η φιλοδοξία, άλλο καθαρό προσωπικό συναίστημα, είναι μέσα στα έργα του το δικαιωμένο ψυχόρμητο της ζωής. Αν υπάρχει κάποιο πλατύτερο, κάποιο γενικότερο ανθρώπινο υπερατομικό στήριγμα σ’ αυτήν, είναι μόνο αφορμή και όχι αληθινός σκοπός. Το υπερατομικό αυτό στήριγμα της προσωπικής φιλοδοξίας στην ψυχή του Ψυχάρη είναι το «Έθνος», το «Γένος», η «Ιδέα».Μα το βλέπει κανένας πόσο συμβατικό, πόσο άυλο, πόσο αχρωμάτιστο γίνεται το φόντο αυτό στα έργα του Ψυχάρη, αν και μιλάει σχεδόν αδιάκοπα γι’ αυτό. Ίσως η μοίρα που τον έκαμε δισυπόστατο και στο σημείο τούτο, Έλληνα και Γάλλο μαζί, να έγινε και αφορμή για το ουσιαστικό ξεθώριασμα της ιδέας του «Έθνους», όπως και της γλωσσικής ιδέας σαν ιδέας «εθνικής». Προσωπικές, καθαρά ατομικές θυσίες, δεν έκαμε ο Ψυχάρης για το έθνος το ελληνικό. Όμως στη Γαλλία έδωκε τα δυο του αγόρια. Και μ’ όλο το τραγικό αυτό άγγιγμά του από την έννοια της πατριωτικής θυσίας, το έθνος έμεινε ουσιαστικά για τον Ψυχάρη μέσα στην περιοχή της φιλολογίας. Και είναι κι αυτό ένα γνώρισμα μεγαλοαστικό. Ένα φανέρωμα και μια πιστοποίηση του πόσο μακριά στέκεται από το λαό όποιος γνωρίζει το λαό μόνο από τα βιβλία. Πέρα απ’ αυτά τα βασικά ψυχόρμητα, το ιδανικό που μετράει τους ανθρώπους ο Ψυχάρης είναι η αστική αξιοπρέπεια. Μέτρο τον ανθρωπισμού είναι τα φερσίματα του καλοαναθρεμμένου, του πολιτισμένου Ευρωπαίου. Αδιάκοπα μετράει τους Έλληνες με το σχηματοποιημένο πρότυπο ενός ιδανικού τζέντλεμαν. Όσοι δε μπαίνουν στο καλούπι αυτό, είναι κατώτεροι, ανατολίτες, βάρβαροι. Έτσι ο Ψυχάρης μ’ όλο το πλατύ λογοτεχνικό έργο του δεν μας παρουσίασε καμιά σύνθεση και κανέναν τύπο, παρά μόνο τον εαυτό του. Όλα τ’ άλλα είναι το πλαίσιο του εαυτού του. Ένας αυτοζωγραφισμένος, ειλικρινά, θαρρετά αυτοζωγραφισμένος άνθρωπος.
Ο Ψυχάρης είναι λυρικός ποιητής, αν και πολύ λιγοστούς έγραψε στίχους. Εδώ συνοψίζεται η εσωτερική αξία του έργου του. Η λογοτεχνική αξία του βρίσκεται στη φόρμα. Ο Ψυχάρης ξέρει να γράφει. Είναι ένας καλλιτέχνης, ένας διαμορφωτής του πεζού λόγου. Για την Ελλάδα είναι ως τώρα ο τελειότερος πεζογράφος της. […] Είναι ρεαλιστής. Τα ψυχογραφήματά του, όπως και οι περιγραφές του φυσικού κόσμου, γίνονται με την πιο καλοσυνείδητη προσοχή και την προσπάθεια της αντικειμενικότητας. Στην αίστηση και την απόδοση της φυσικής ομορφιάς ο Ψυχάρης στάθηκε αληθινός μαέστρος. Οι ζωγραφιές του φυσικού κόσμου, είτε περιγράφει την Ανατολή, την Πόλη, τα νησιά της Προποντίδας, το ελληνικό τοπίο, είτε παρασταίνει την ωκεάνια φύση, τον Ατλαντικό, τα γαλλικά παράλια της Μπρετάνιας, είτε ζωγραφίζει τα ελβετικά βουνά και τη λίμνη της Γενέβης, είναι αληθινά αριστουργήματα.
Οξύνοια, ορθοφροσύνη και αληθινό καλλιτεχνικό γούστο με την ίδια νατουραλιστική τάση έδειξε ο Ψυχάρης και στο κριτικό του έργο. Οι λίγες λογοτεχνικές κριτικές που έγραψε, προ πάντων εκείνη του Σουρή, έμειναν ιστορικές. Η ρεαλιστική τεχνοτροπία του και η κριτική του ασφάλεια έχει τη πηγή και το στήριγμά της στην επιστημονική του νοοτροπία.
[…] Ο ίδιος δεν ξεδιάλυνε ίσως ποτέ ποιο ήτανε το αληθινό του είναι, ποιητής ή επιστήμονας; Στάθηκε και σ’ αυτό δισυπόστατος, όπως και σε πολλά άλλα.
*~~~~~*
[…]
Από την αδημοσίευτη εργασία του το σημαντικότατο έργο φαίνεται να είναι η «Ρωμέϊκη Γραμματική», που από χρόνια τη σχεδίαζε και τη δούλευε και που την τελείωσε με την τελευταία πνοή της ζωής του.
~~~~~
Καθώς βλέπει κανείς, εκτός από την επίσημη διατριβή του για τους «Αδελφούς» του Τερέντιου και ένα δυο άλλες μελέτες, όλη του Ψυχάρη η επιστημονική έρευνα στρέφεται στη βυζαντινή και νέα ελληνική εποχή. […] Ρεαλιστής και ορθολογιστής μαζί, διαπίστωσε τη «φυσική» εξέλιξη της γλώσσας στο στόμα του λαού, της γλώσσας, που μόνο στο στόμα του λαού είναι γνήσιο φαινόμενο, «γεγονότο», και έχει απόλυτη αντικειμενική αξία. Από κει ως το γλωσσικό του κήρυγμα είναι ένα βήμα, ένα βήμα όμως, που δεν το ‘καμε ο επιστήμονας, αλλά ο άνθρωπος. Ένα βήμα, που φαινότανε φυσικό και όμως είναι τεράστιο.
Το ότι βρήκε ο Ψυχάρης μέσα του τη δύναμη να κρατήσει απόλυτη συνέπεια αναμεταξύ σε θεωρία και πράξη, αποτελεί την ανθρώπινη αξία του, που τον ύψωσε σε οδηγητή του λαού του. Και απόδειξη, που το βήμα αυτό δεν το ‘καμε ο Χατζιδάκης, επιστήμονας της ίδιας ολκής, της ίδιας εποχής, της ίδιας σχολής και της ίδιας θεωρίας με τον Ψυχάρη. […]
~~~~~
Η εποχή που μορφώθηκε και ήταν έτοιμος να δράσει ο Ψυχάρης παρουσίαζε στους Έλληνες πνεματικούς ηγέτες ωριμασμένο πια το γλωσσικό ζήτημα. Είχε τεθεί τρακόσια και τετρακόσια χρόνια πριν. Μα η ελληνική φεουδαρχία γκρεμίστηκε από τους Τούρκους πριν αρχίσει καν να κινιέται οπωσδήποτε αισθητά η νέα τάξη που θα ζητούσε τη λύση του. Στη θέση της πέρασε η φεουδαρχία των Τούρκων και οι Έλληνες ξέπεσαν όλοι μαζί σε σκλάβους.
[…] Η ελληνική αστική τάξη, που μορφωνότανε σιγά σιγά και δύσκολα κάτω από την τουρκική σκλαβιά, από το δέκατο έβδομο αιώνα έκαμε κιόλας τα πρώτα της πνεματικά κινήματα. Στα τέλη του δέκατου όγδοου και στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, όταν πια δυνάμωσε αρκετά για να κινήσει τον πολιτικόν αγώνα ενάντια στην ξένη κυριαρχία, παρουσίασε και τους αντιπροσώπους της, που ζήτησαν να λυθεί και το γλωσσικό πρόβλημα με τον ίδιον ακριβώς τρόπο που το ‘λυσαν οι αστικές τάξες στη Δύση, υψώνοντας δηλ. τη λαϊκή γλώσσα σε καθολικό πνεματικό όργανο. Η τάξη όμως αυτή αμέσως ύστερα από την επανάσταση του 1821 έχασε τα οικονομικά στηρίγματά της στο μικρό κράτος που λεφτερώθηκε. Στην Ελλάδα διαμορφώθηκε μια καινούργια παρασιτική φεουδαρχία, με ένα υπόστρωμα μικροαστικό και ένα εξαθλιωμένο πενέστη λαό, ανίκανο να κατατοπιστεί και να κινηθεί στα κοινωνικά προβλήματα και να κατανοήσει οποιαδήποτε ιστορική αποστολή. […]. Όταν άρχισαν να δυναμώνουν τα αστικά κέντρα του αλύτρωτου ελληνισμού, οι αστικές ελληνικές παροικίες στο εξωτερικό, και να διαμορφώνεται κάπως μια ισχυρότερη εμποροτραπεζιτική τάξη στην Αθήνα, το γλωσσικό ζήτημα ξαναμπήκε στη μέση ορμητικό.
[…] Ο Ψυχάρης, είναι γνήσιο λουλούδι του ελληνικού αστισμού, πιστός αντιπρόσωπος της τάξης του και της γενιάς του· από τους εμποροχρηματιστές της Πόλης και της Οντέσσας και των ελληνικών παροικιών της Δύσης, δηλ. από τους πιο προοδεμένους Έλληνες αστούς, βρήκε τη σωστή λύση του το γλωσσικό πρόβλημα, όπως εκεί πρωτοοργανώθηκε και η επανάσταση του 1821.
~~~~~
Ο Ψυχάρης ήτανε άνθρωπος του «πρέπει», ενός αμείλιχτου κατηγορικού κανόνα. Εδώ είναι όλο το μεγαλείο του, ο τίτλος του για την ιστορία. Και είχε όλα τα καθαρά γνωρίσματα του επαναστάτη οδηγητή μέσα στο ρόλο που του όρισαν οι αντικειμενικοί όροι. Είχε τη γνώση, μια γνώση ξεκαθαρισμένη, φωτισμένη, χωρίς κανένα δισταγμό, χωρίς καμιάν αμφιβολία, χωρίς καμιά ταλάντεψη. Και είχε την πίστη, την απόλυτη πίστη. Και είχε την παλληκαριά των ιδεών του και της πίστης του, την απόλυτη αδιαλλαξία, το φανατισμό, και την απόλυτη συνέπεια.
Όσα του κατηγόρησαν οι εχτροί του, όσα του κατηγόρησαν οι ταλαντευόμενοι μικροαστοί, όσα του έψεξαν οι λιγόψυχοι δημοτικιστάδες, αυτά ίσα ίσα αποτελούν την αρετή του. Χωρίς αυτά δεν υπάρχει επαναστάτης και δεν υπάρχει οδηγητής.
~~~~~
Έτσι έγραψεν ο Ψυχάρης το «Ταξίδι». Και στάθηκεν ακέριος, ατράνταχτος σαράντα χρόνια στο πυργοκάστελό του, απάνω στην πολεμίστρα, χωρίς μια στιγμή να αποκαρδιώσει, χωρίς μια στιγμή να φοβηθεί, με ένα πάθος ακούραστο, απαράμιλλο, πάθος για την ιδέα, πάνω από τα πρόσωπα, πάνω από κάθε μικρότητα.
Μέσα στο «Ταξίδι» είναι όλος ο Ψυχάρης, ο επιστήμονας, ο λογοτέχνης, ο κριτικός, ο μαχητής, ο άνθρωπος. Είναι το «έργο» του. Μπορούσε και να πεθάνει ύστερ’ απ’ αυτό χωρίς να χάσει τίποτε από τον ιστορικό του ρόλο. Όλες οι ικανότητες του Ψυχάρη συντρέξανε για να συνθέσει με μιας το έργο αλάκαιρης της ζωής του.
Ο ίδιος δεν το ξεπέρασε ποτέ, μα ούτε το ξεπέρασε κανείς άλλος από την τάξη του. Δεν είναι έργο θεωρητικό. Δεν είναι μόνο επιστήμη. Είναι και λογοτεχνικό, είναι και κριτικό. Και περισσότερο απ’ όλα είναι το έργο που δίνει την ιδέα ακέρια και ολοκληρωτικά ενσαρκωμένη. Δε ζητάει να πείσει το έθνος να πάρει τη λαϊκή γλώσσα, του έδωκε τη γλώσσα. Και την έδωκε απαρτισμένη, κανονισμένη, με μιας.
[…]
~~~~~
Η σημερινή εποχή ξεπέρασε τον Ψυχάρη, όχι όμως γλωσσικά. Τον ξεπέρασε κοινωνικά. Μα ο ίδιος δεν μπορούσε να ξεπεράσει τον εαυτό του. Αυτό ήταν έξω από την αποστολή του. Η δικαίωση του Ψυχάρη σα γλωσσικού ρυθμιστή θα είναι απόλυτη. Ο Ψυχάρης ο λογοτέχνης, ο Ψυχάρης ο επιστήμονας, ο Ψυχάρης ο εθνικιστής, ο Ψυχάρης ο αντιδραστικός στα κοινωνικά προβλήματα, ο Ψυχάρης ο κριτικός έμεινε μέσα στα σύνορα της εποχής του και της τάξης του και πέθανε μέσα σ’ αυτά.
Ο Ψυχάρης όμως ο γλωσσικός οδηγητής άφησε μια κληρονομιά ολοζώντανη και την άφησε όχι σε κείνους που ο ίδιος φανταζότανε. Την άφησε σε κείνους που πήραν στα χέρια τους αληθινά τον αγώνα για την ολοκληρωτική απολύτρωση του λαού.
Αν πρόκειται να ζήσει ο λαός τούτος, θα περάσει αναγκαστικά από τον κανόνα του Ψυχάρη και όσοι δουλεύουν πνευματικά για την ολοκληρωτική απολύτρωση του λαού, θα προδώσουν την αποστολή τους, αν δεν υποτάξουν τον εαυτό τους στο γλωσσικό κανόνα που έδωκεν
Εκείνος.